ποίημα_Chapter 137
Κάποτε καθόμασταν δίπλα στο ποτάμι της Βαβυλώνας και κλάψαμε όταν σκεφτόμασταν τη Σιών.
Κρεμάσαμε το πιάνο στη ιτιά εκεί.
Επειδη εκει οι λεηλατες ημας ζητουσιν να τραγουδησωμεν και οι ληστες ημας ζητουσιν να καμωμεν μουσικην λεγοντες, Τραγουδα ημας τραγουδησον.
Πώς μπορούμε να τραγουδήσουμε το τραγούδι του Κυρίου σε μια ξένη χώρα;
Ιερουσαλήμ, αν σε ξεχάσω, ας ξεχάσει το δεξί μου χέρι την ικανότητα.
Αν δεν σε θυμάμαι, αν δεν βλέπω την Ιερουσαλήμ ως την μεγαλύτερη χαρά μου, ας κολλήσει η γλώσσα μου στο στόμα μου.
Την ημεραν που η Ιερουσαλημ ευρισκετε σε στεναχωρη, ειπεν ο λαος της Ανατολης, Καταστρεψτε, κατεδαφιστε, κατεδαφιστε εως των θεμελιων. Θυμήσου αυτή την εχθρότητα, Κύριε.
Η Βαβυλώνα, η πόλη που πρόκειται να καταστραφεί, θα ευλογηθεί αν εκδικηθεί εναντίον σου που μας φέρθηκες όπως εσύ.
Ευλογημένος αυτός που ρίχνει το μωρό σου σε βράχο.