Σάμιουελ, σημείωσε._Chapter 19
Κάποιος είπε στον Ιωάβ ότι ο βασιλιάς έκλαψε και θρηνούσε για τον Αβεσσαλώμ.
Ο λαός άκουσε ότι ο βασιλιάς πενθούσε για τον γιο του, αλλά η χαρά της νίκης τους μετατράπηκε σε θλίψη.
Εκείνη την ημέρα, ο λαός μπήκε κρυφά στην πόλη, όπως εκείνοι που είχαν φύγει σε ήττα και αισθάνθηκαν ντροπή.
Ο Γουάνγκ κάλυψε το πρόσωπό του και φώναξε δυνατά, “Ο γιος μου Αμπεσσαλώμ!”. Αβεσσαλώμ, γιε μου, γιε μου.
Και εισηλθεν ο Ιωαβ προς τον βασιλεα και ειπεν, Σημερα εξεντροπησατε παντας τους δουλους σας. Έσωσαν τη ζωή σου και τις ζωές των παιδιών, των συζύγων και των παλλακών σου σήμερα,
Αλλά αγαπάς αυτούς που σε μισούν, μισείς αυτούς που σε αγαπούν. Προφανώς δεν ενδιαφέρεσαι για στρατηγούς και υπηρέτες σήμερα. Είδα σήμερα ότι αν ο Αβεσσαλώμ ήταν ζωντανός, όλοι θα πεθάνουμε, και εσύ θα ήσουν ευχαριστημένος.
Τώρα βγες και παρηγορήσου την καρδιά του δούλου σου. Ορκίζομαι στον Κύριο ότι αν δεν βγεις έξω, δεν θα είναι κανείς μαζί σου απόψε. Αυτή η καταστροφή είναι ακόμα χειρότερη από ό,τι έχετε υποφέρει από την παιδική σας ηλικία μέχρι τώρα.
Και εσηκωθη ο βασιλευς και εκαθησε εν τη πυλη της πολεως. Όταν άκουσε ο λαός ότι ο βασιλιάς καθόταν στην πύλη της πόλης, ήλθαν όλοι προς αυτόν. Οι Ισραηλίτες έφυγαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Και οι λαοι πασων των φυλων Ισραηλ συζητουσαν και λεγοντες, Ο βασιλευς ημας εσωσεν παλιν απο των χειρων των εχθρων ημων και απο των χειρων των Φιλισταιων, τωρα ομως εφυγε απο του Αβεσσαλωμ.
Χρίζαμε τον Αβεσσαλώμ για να μας κυβερνήσει, έχει ήδη πεθάνει στη μάχη. Γιατί δεν λες μια λέξη τώρα για να καλέσεις τον Γουάνγκ πίσω;
Και απεστειλεν ο βασιλευς Δαβιδ μηνυτα προς τους ιερεις Σαδωκ και Αβιαθαρ, λεγων, Πες προς τους πρεσβυτερους του Ιουδα οτι πας ο Ισραηλ ελαλησε προς τον βασιλεα να επιστρεψη εις το παλατιο αυτου, δια τι επεπευσες πισω αυτων;
Είστε αδέλφια μου, σάρκα και αίμα μου, γιατί καλέσατε τον βασιλιά πίσω από τους άλλους;
Θέλω επίσης να πω στον Αμασα, δεν είσαι η σάρκα και το αίμα μου; Αν δεν σε διορίσω αρχηγό του Ιωάβ, ο Θεός να με τιμωρήσει αυστηρά.
Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να κερδίσουμε πίσω τις καρδιές του εβραϊκού λαού, όπως ακριβώς οι καρδιές ενός ατόμου. Και απεστειλαν λαον προς τον βασιλεα λεγοντες, Παρακαλώ επιστρεψον τον βασιλεα και παντας τους δουλους αυτου.
Ο βασιλιάς επέστρεψε και έφτασε στον ποταμό Ιορδάνη. Οι Ιουδαίοι ήρθαν στην Γκιλγκάλ για να συναντήσουν τον βασιλιά και να του ζητήσουν να διασχίσει τον ποταμό Ιορδάνη.
Ο Σιμει, ο υιος του Γερα και ο Βενιαμιτης απο Βαουριμ, εφορμησε μετα των Ιουδαιων να συναντησει τον βασιλεα Δαβιδ.
Και ησαν χιλιοι Βενιαμινοι ακολουθουντες τον Σιμει, και Σιβα, δουλος της οικογενειας Σαουλ, και δεκαπεντε υιοι αυτου και εικοσι δουλοι. Όλοι πέρασαν τον Ιορδάνη ποταμό για να καλωσορίσουν τον βασιλιά.
Έρχεται ένα πλοίο που θα χρησιμοποιηθεί από την οικογένεια των Γουάνγκ. Όταν ο βασιλιάς επρόκειτο να διασχίσει τον ποταμό Ιορδάνη, έπεσε ο Σιμέι, ο υιός του Κερά, ενώπιον του βασιλέως,
Και ειπεν προς τον βασιλεα, Οταν εξηλθεν ο κυριος μου ο βασιλευς εκ Ιερουσαλημ, εκαμεν ο δουλος μου εναντιον και τωρα παρακαλω τον κυριον μου να μη προσθετη ενοχη εις τον δουλον αυτου δια τουτο ουδε να θυμηθη αυτο, ουδε να λαβη αυτο εις καρδιαν.
Ο υπηρέτης ήξερε ότι ήταν ένοχος, οπότε, ανάμεσα σε όλη την οικογένεια Ιωσήφ, κατέβηκα πρώτος σήμερα για να καλωσορίσω τον άρχοντα μου τον βασιλιά.
Και ειπεν Αβισαι, ο υιος του Ζερουια, Δεν πρεπει να θανατωθη ο Σιμει δια την καταρασιν του χρισμενου του Κυριου;
Και ειπεν ο Δαβιδ, Τι εχω να κανω με εσας, υιοι του Ζερουια, δια να σε κανω εναντιον μου σημερον; Είναι δυνατόν να σκοτώσουμε κάποιον στο Ισραήλ σήμερα; Δεν γνωρίζω ότι σήμερα είμαι ο βασιλιάς του Ισραήλ;
Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σιμει, Δεν θελεις πεθανει. Ο βασιλιάς του ορκίστηκε.
Και ο εγγονός του Σαούλ, ο Μεφιβοσέθ, κατέβηκε, για να χαιρετήσει τον βασιλέα. Από τη μέρα που έφυγε ο βασιλιάς μέχρι που ο Γουάνγκ Πινγκ επέστρεψε ασφαλής, δεν είχε κουραστεί τα πόδια του, ξυριστεί τα γένια του, ούτε πλυθεί τα ρούχα του.
Και οτε ηλθεν εις Ιερουσαλημ δια να συναντησει τον βασιλεα, ειπεν προς αυτον ο βασιλευς Μεφιβοσεθ, δια τι δεν ελθεις μετ’ εμου;
Και ειπεν, Κυριε μου ο βασιλευς, ο δουλος μου ειναι κουτσος. Εκείνη την ημέρα, θέλησα να ετοιμάσω γαϊδούρι να ιππεύσει και να πάει με τον βασιλιά, αλλά ο δούλος μου με εξαπάτησε,
Με συκοφαντίσε ξανά μπροστά στον άρχοντα μου τον βασιλιά. Ωστόσο, ο άρχοντάς μου ο βασιλιάς είναι σαν αγγελιοφόρος του Θεού.
Επειδή όλα τα μέλη της οικογένειας των προγόνων μου θεωρήθηκαν νεκρά ενώπιον του κυρίου μου του βασιλέως, και ο βασιλιάς έβαλε τους δούλους αυτού να φάνε μαζί του στο τραπέζι του βασιλέως· μπορώ να ζητήσω δικαιοσύνη από τον βασιλέα τώρα;
Ο Γουάνγκ του είπε: “Γιατί πρέπει να αναφέρεις ξανά το θέμα σου;” Είπα, εσύ και η Ζίμπα μοιράζεστε την γη εξίσου.
Και ειπεν ο Μεφιβοσεθ προς τον βασιλεα Εαν ο κυριος μου ο βασιλευς επιστρεψει εν ειρηνη εις το παλατι, τοτε ο Ζιβα ας λαβει παντα.
Ο Βαρzillai, Γαλααδίτης, κατέβηκε από Ροχίριμ για να διασχίσει τον ποταμό Ιορδάνη μαζί με τον βασιλιά.
Ο Μπάζιλ είναι πολύ μεγάλος, ήδη ογδόντα ετών. Όταν ο βασιλιάς ζούσε στο Μαχάναιμ, παρείχε τροφή γι’ αυτόν. Αρχικά ήταν πλούσιος.
Και ειπεν ο βασιλευς προς τον βασιλικον, Ελα μετ’ εμου, θελω φροντισει τα γηρατεια σου εν Ιερουσαλημ.
Και ειπεν ο Βαρσιλαι προς τον βασιλεα, Ποσες ημερας θελω εχει επι της γης ταυτης, δια να ανεβω μετα του βασιλεως εις Ιερουσαλημ;
Ο υπηρέτης είναι πλέον ογδόντα ετών, μπορεί ακόμα να γευτεί τη γεύση του φαγητού και να διακρίνει το καλό από το κακό; Ακούς ακόμα τις φωνές ανδρών και γυναικών να τραγουδούν; Γιατί ένας υπηρέτης να επιβαρύνει τον άρχοντα μου τον βασιλιά;
Γιατί ο βασιλιάς να μου δώσει τέτοια χάρη αν ο υπηρέτης μου χρειάζεται μόνο να συνοδέψει τον βασιλιά απέναντι από τον Ιορδάνη ποταμό;
Παρακαλώ επιτρέψτε μου να επιστρέψω για να πεθάνω στην πόλη μου και να θαφτώ δίπλα στους τάφους των γονιών μου. Εδώ είναι ο Τζιν Χαν, ο υπηρέτης του βασιλέως, ας πάει μαζί με τον άρχοντα μου τον βασιλιά και να του φερθεί όπως θέλει.
Ο Γουάνγκ είπε, ο Τζιν Χαν μπορεί να έρθει μαζί μου, και θα του φερθώ σύμφωνα με τις επιθυμίες σου. Ό,τι κι αν μου ζητήσεις, θα το εκπληρώσω για σένα.
Και ο λαός διέσχισε τον ποταμό Ιορδάνη, και ο βασιλεύς πέρασε. Ο Γουάνγκ φίλησε τον Βασίλειο και τον ευλογούσε, και ο Βασίλειος επέστρεψε στην πατρίδα του.
Ο Γουάνγκ πήγε εκεί και όταν έφτασε στην Τζιτζιά, ο Τζιχάν πήγε μαζί του. Και εστάλη εις τον βασιλέα ο μισός λαός Ιούδα και Ισραήλ.
Και ηλθον παντες οι Ισραηλιτες προς τον βασιλεα και ειπον προς αυτον, Δια τι οι αδελφοι ημων, οι Ιουδαιοι, απεστειλαν κρυφα τον βασιλεα και την οικογενειαν αυτου και ακολουθησαν τους ανδρες του βασιλεως δια τον ποταμο του Ιορδανου;
Και απεκριθη ο λαος Ιουδα προς τους Ισραηλιτες, Επειδη ο βασιλευς ειναι συγγενος ημων, δια τι θυμωσατε γι’ τουτο; Τι φάγαμε από τον βασιλιά; Με τι μας ανταμείβει ο βασιλιάς;
Οι Ισραηλίτες απάντησαν στους Ιουδαίους, “Έχουμε μεγάλη συγγένεια με τον βασιλιά κατά φυλή”. Στον Ντέιβιντ, έχουμε περισσότερη στοργή από σένα. Γιατί μας περιφρονείς και καλείς τον βασιλιά πίσω χωρίς να μας συμβουλευτείς πρώτα; Αλλά τα λόγια των Εβραίων είναι πιο δύσκολα από αυτά των Ισραηλιτών.