δ Βασιλιάδες_Chapter 7
Και ειπεν ο Ελισσαιος, Ακουσατε τον λογον του Κυριου τουτο ειναι αυτο που ειπε ο Κυριος Αύριο περίπου την ωρα ταυτην, εις την εισοδο της πολεως της Σαμαρειας, θελει πωληθη μια ουγση αλευριου δια σικελ αργυριου και δυο ουγγιες κριθαρου θελουσι πωληθη δια σικλ αργυριου.
Ο διοικητής, ο οποίος υποστήριξε τον βασιλιά, είπε στον άνθρωπο του Θεού: “Ακόμα κι αν ο Κύριος ανοίξει τα παράθυρα του ουρανού, αυτό δεν μπορεί να συμβεί”. Και ειπεν ο Ελισσαιος, Θελεις ιδει με τα οφθαλμα σου, αλλα δεν θελεις φαγει.
Και ησαν τεσσερις λεπροι εν τη πυλη της πολεως, και ειπον ο ενας προς τον αλλον, Δια τι καθομεν εδω περιμενοντας να πεθανουμε;
Αν το πούμε, πάμε στην πόλη. Αν υπάρξει πείνα στην πόλη, κάποιος θα πεθάνει εκεί. Αν κάτσεις ακίνητος εδώ, θα πεθάνεις κι εσύ. Αν μας κρατήσουν ζωντανούς, θα ζήσουμε. Αν μας σκοτώσεις, τότε πέθανε.
Το σούρουπο σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς το στρατόπεδο των Αρααίων. Στην άκρη του στρατοπέδου, κανείς δεν είδε εκεί.
Επειδή ο Κύριος έκανε τον στρατό των Αρααίων να ακούσει τον ήχο των αμαξών και των αλόγων, τον ήχο του μεγάλου στρατού. Είπαν μεταξύ τους, Αυτός πρέπει να είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ που δωροδοκεί τους βασιλείς των Χετταίων και τους βασιλείς των Αιγυπτίων, διά να μας επιτεθούν.
Έτσι, το σούρουπο σηκώθηκαν και το έσκασαν, εγκαταλείποντας τις σκηνές τους, τα άλογα, τα γαϊδουράκια τους και την κατασκήνωση τους ως συνήθως, επικεντρωμένοι μόνο στο να δραπετεύσουν για τη ζωή τους.
Οι λεπροί έφτασαν στο άκρο του στρατοπέδου, εισήλθαν στις σκηνές, έφαγαν και ήπιαν και έβγαλαν χρυσόν, ασήμι και ρούχα από αυτούς για να συλλέξουν. Μετά την επιστροφή, μπήκε σε άλλη σκηνή και έβγαλε τα πράγματά του για να παραλάβει.
Εκείνη την εποχή, έλεγαν ο ένας στον άλλον ότι αυτό που κάναμε δεν ήταν καλό. Σήμερα είναι μια μέρα καλών πληροφοριών, αλλά παραμένουμε σιωπηλοί. Αν περιμένουμε μέχρι την αυγή, η αμαρτία θα έρθει πάνω μας. Έλα, ας αναφερθούμε στην οικογένεια Γουάνγκ.
Πήγαν να καλέσουν τον θυρωρό και είπαν: “Όταν φτάσαμε στο στρατόπεδο των Αραμαίων, δεν ήταν κανείς εκεί, κανείς, μόνο άλογα και γαϊδούρια δεμένα, και οι σκηνές παρέμειναν ίδιες”.
Ο θυρωρός κάλεσε τους θυρωρούς και μπήκαν μέσα για να ανακοινώσουν τα νέα στην οικογένεια Γουάνγκ.
Και εν τη νυκτα, σηκωθη ο βασιλευς και ειπε προς τους δουλους αυτου, Εγω θελω σας ειπει τι θελουσι καμει εις ημας οι Αραβοι. Ήξεραν ότι πεινούσαμε και έφυγαν από το στρατόπεδο και εστιάστηκαν σε ενέδρα στα χωράφια, λέγοντες, Όταν οι Ισραηλίτες φύγουν από την πόλη, θα τους συλλάβουμε ζωντανούς και θα μπορέσουμε να εισέλθουμε στην πόλη.
Και ειπεν δουλος προς τον βασιλεα, Δια τι δεν χρησιμοποιησομεν πεντε εκ των υπολοιπων ιππων εν τη πολει, τα οποια ειναι ταυτα με τους εναπομενους Ισραηλιτες εν τη πολει και ειναι στο χείλος της εξαφάνισης, και δεν στειλωμεν λαους να ανιχνευσωσι;
Και ελαβε δυο αμαξας και ιππους, και απεστειλε ο βασιλευς αγγελιαους δια να καταδιωξουν το στρατευμα του Αραμ, λεγων Υπαγε και κατασκοπευσε.
Και ακολούθησαν αυτούς μέχρι τον ποταμό Ιορδάνη και είδαν ότι ο δρόμος ήταν γεμάτος με ρούχα και σκεύη που πέταξαν οι Αραμαίοι εν βιασύνη τους. Ο αγγελιοφόρος επέστρεψε να αναφέρει στον βασιλιά.
Το πλήθος βγήκε και λεηλατούσε το στρατόπεδο των Αρααίων. Και πωληθη ενα μετρο αλευριου εκλεκτου δια ενα σικελο αργυριου, και δυο μετρια κριθαρου πωληθησαν δια ενα σικελο αργυριου, καθως ειπε Κυριος.
Ο διοικητής, ο οποίος εστάλη από τον βασιλέα να τον βοηθήσει, εστάλη ενέδρα στην πύλη της πόλης, και όλοι ποδοπατούσαν αυτόν εκεί, προκαλώντας τον θάνατο, όπως είχε πει ο θεϊκός άνθρωπος όταν κατέβηκε να τον δει.
Και ειπεν καποτε ο ανθρωπος του Θεου προς τον βασιλεα, Αύριο εν τη ωρα ταυτην, εις την εισοδο της πολεως της Σαμαρειας, δυο μετρια κριθου θελουσι πωληθη δια ενα σικλους αργυριου, και ενα μετριο αλευριου θελει πωληθη δια ενα σικλους αργυριου.
Ο διοικητής είπε στον άνθρωπο του Θεού: “Ακόμα κι αν ο Κύριος ανοίξει τα παράθυρα του ουρανού, αυτό δεν μπορεί να συμβεί”. Και ειπεν ο ανθρωπος του Θεου, Θελεις ιδει δια των οφθαλμων σου, αλλα δεν θελεις φαγει.
Αυτή η δήλωση πράγματι έγινε πραγματικότητα για αυτόν. Επειδή το πλήθος τον πάτησε στην πύλη της πόλης, πέθανε.